μεταγινώσκω

μεταγινώσκω
μεταγιγνώσκω
find out after
pres subj act 1st sg (ionic)
μεταγιγνώσκω
find out after
pres ind act 1st sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταγιγνώσκω — (ΑM) βλ. μεταγινώσκω …   Dictionary of Greek

  • προμεταγινώσκω — Μ [μεταγινώσκω] αλλάζω τη γνώμη κάποιου προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”